- μυλάσασθαι
- μυλάσασθαι· τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλὴν σμήξασθαι (Cypr.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… … Dictionary of Greek
мыть — I I, мою, укр. мити, мию, ст. слав. мыти, мыѭ ἀπαντλεῖν, болг. мия, сербохорв. ми̏ти, ми̏jе̑м, словен. miti, mȋjem, чеш. myti, myji, слвц. mуt᾽, польск. myc, myję, в. луж. myc, н. луж. mys. Праслав. *myti, *myjǫ родственно лит. maudyti, maudau … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
μουλιάζω — 1. αφήνω κάτι στο νερό πολλή ώρα για να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω 2. διαποτίζομαι με νερό και μαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ammollare «μουσκεύω, μαλακώνω», ενώ κατ άλλους, από αμάρτυρο ιταλ. *molliare. Ο τ. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
meu-1, meu̯ǝ- : mū̆ - — meu 1, meu̯ǝ : mū̆ English meaning: wet; dirt; to wash, etc.. Deutsche Übersetzung: “feucht, moderig, netzen, unreine Flũssigkeit (also Harn), beschmutzen”, also “waschen, reinigen” Material: A. O.Ind. mū tra n. “urine”, Av.… … Proto-Indo-European etymological dictionary